- δαμασκηνόν
- τοβλ. δαμάσκηνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δαμασκηνόν — Damascus plum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκηνοῖς — Δαμασκηνόν Damascus plum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκηνοῦ — Δαμασκηνόν Damascus plum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκηνά — Δαμασκηνόν Damascus plum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκηνῶν — Δαμασκηνόν Damascus plum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκηνῷ — Δαμασκηνόν Damascus plum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάσκηνο — το (Α δαμασκηνόν, Μ δαμάσκηνον) ο καρπός τής δαμασκηνιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. δαμάσκηνον, απ όπου και ο νεώτερος τ., προέρχεται από αρχαίο τ. δαμασκηνόν, ουδ. τού επιθέτου δαμασκηνός < Δαμασκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. στακτή στάχτη,… … Dictionary of Greek